- ανεγκέφαλος
- brainless
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ανεγκέφαλος — η, ο (Α ἀνεγκέφαλος, ον) αυτός που παρουσιάζει ανεγκεφαλία, που δεν έχει εγκέφαλο νεοελλ. μτφ. άμυαλος, βλάκας … Dictionary of Greek
ἀνεγκεφάλους — ἀνεγκέφαλος without brain masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)